ἀναπλάσεις

ἀναπλάσεις
ἀνάπλασις
remodelling
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀνάπλασις
remodelling
fem nom/acc pl (attic)
ἀναπλάσσω
form anew
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀναπλάσσω
form anew
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Λυδάκης, Γεώργιος — (Αρχάνες Κρήτης 1903 – Νέα Υόρκη 1969). Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε εμπορικά στη Μασσαλία και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Γερμανία, όπου ασχολήθηκε με τη ζωγραφική παράλληλα με τη βιοποριστική εργασία του. Από εκεί μετέβη στην Τεργέστη και… …   Dictionary of Greek

  • Σαντοβεάνου, Μιχαήλ — (Sadoveanu). Ρουμάνος συγγραφέας (Πάσκανι 1880 Βουκουρέστι 1961). Συνδεόμενος με το κίνημα που, γύρω από το περιοδικό 0 σπορέας, αναζητούσε την ανασύνδεση με τις εθνικές παραδόσεις εναντίον του διανοητικού κοσμοπολιτισμού που κυριαρχούσε τότε, ο… …   Dictionary of Greek

  • Φρομπένιους, Λέο — (Frobenius, Βερολίνο 1873 – Μπιγκαντσόλο, Νοβάρα 1938). Γερμανός εθνολόγος. Μαθητής του Φρίντριχ Ράτσελ, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της ιστορίας και των εθίμων της Αφρικής. Οι έρευνές του και περισσότερο μάλιστα οι μέθοδοι που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”